ἐξιλεώσῃ

ἐξιλεώσῃ
ἐξιλεώσηι , ἐξιλέωσις
fem dat sg (epic)
ἐξιλεόω
appease
aor subj mid 2nd sg
ἐξιλεόω
appease
aor subj act 3rd sg
ἐξιλεόω
appease
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξιλέωση — η (AM ἐξιλέωσις) [εξιλεώνω] 1. εξευμενισμός, καταπράυνση 2. εξαγνισμός, άφεση παραπτώματος …   Dictionary of Greek

  • εξιλέωση — η 1. εξευμένιση, καταπράυνση. 2. η κάθαρση της ψυχής από τα αμαρτήματα με την αυτοτιμωρία, εξαγνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • εξιλεωτικός — ή, ό (Μ ἐξιλεωτικός, ή, όν) [εξιλεωτής] 1. ο σχετικός με την εξιλέωση 2. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για εξιλέωση …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλής — I Μυθολογικός ήρωας. Η φήμη του κάλυπτε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο· θεωρείται ενσάρκωση της ίδιας της ιδέας του ήρωα. Στον Η. πραγματικά συγκεντρώνονται όλα τα χαρακτηριστικά (μυθικά και πολιτιστικά) της ηρωικής υπόστασης: θεϊκή γέννηση, ανατροφή …   Dictionary of Greek

  • Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 …   Wikipedia

  • Nassos Kedrakas — Nasos or Nassos Kedrakas Νάσος Κεδράκας Born November 21, 1915 Trikala Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Athanasios (Nassos) Kedrakas (Greek: Νάσος Κεδράκας, November 21, 1915, Trikala August 25, 1981) was a Gre …   Wikipedia

  • άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …   Dictionary of Greek

  • ίλασμα — ἵλασμα, άσματος, τὸ (Α) [ιλάσκομαι] εξιλέωση, εξευμένιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”